- ἐπιπροφανέντας
- ἐπί-προφαίνωbring to lightaor part pass masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπροφαίνομαι — ἐπιπροφαίνομαι (Α) φανερώνομαι, παρουσιάζομαι μπροστά («ἐπιπροφανέντας οἰωνούς», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek